Μονόδρομος ένα νέο μοντέλο Αγροτικής Οικονομίας

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Political.

Το ταμείο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας έρχεται να συμβάλει (ίσως την καταλληλότερη στιγμή) σε ένα σχέδιο πραγματικού μετασχηματισμού της Ελληνικής οικονομίας από ευκαιριακή και αναποτελεσματική σε ανταγωνιστική και αναπτυξιακή. Η στροφή που οφείλεται να γίνει είναι η στήριξη τομέων με άμεση, στιβαρή και ουσιαστική ανταποδοτικότητα. Το πέρασμα από τον «παράδεισο των (φθηνών) εισαγωγών» στην επανά-επένδυση στους τομείς της παραγωγής και της μεταποίησης. Ταυτόχρονα, η εκμετάλλευση των συνοδευτικών υπηρεσιών θα συμπληρώσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο δημιουργίας πλούτου και ευημερίας.

Η ΕΕ έχει κατανοήσει τη σημασία του τομέα της βιομηχανίας και της μεταποίησης, καταγράφοντας πως κάθε νέα θέση εργασίας (στη βιομηχανία) δημιουργεί επιπλέον 0,5-2 νέες θέσεις εργασίας σε υποστηρικτικούς ή άλλους τομείς.

Πρωτεύουσας σημασίας για τη χώρα μας τομείς είναι η βιομηχανία, τα Logistics, η ναυτιλία (συμπεριλαμβάνοντας την ναυπήγηση), τα λιμάνια και φυσικά ο πρωτογενής τομέας, δηλαδή τη γεωργία. Η συμβολή της γεωργίας στον δευτερογενή τομέα παραμένει κρίσιμη, με ένα σημαντικό φάσμα διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Η ορθολογική αξιοποίηση της γεωργικής παραγωγής καθώς και η δημιουργία ποιοτικών προϊόντων που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καταναλωτών και ικανοποιούν τις διαφορετικές προτιμήσεις τους αποτελούν αντικείμενο άμεσης ανάπτυξης. Η βιομηχανία τροφίμων συγκαταλέγεται στις κινητήριες δυνάμεις του μεταποιητικού τομέα στην Ελλάδα και είναι θεμελιώδης για την ελληνική οικονομία όσον αφορά τον κύκλο εργασιών, την προστιθέμενη αξία και την παραγωγικότητα και αποτελεί σημαντικό πάροχο απασχόλησης.

Που όμως υπάρχουν παθογένειες και η Ελληνική Γεωργία με τη θετική και γεμάτη προοπτικές ανάπτυξή της, απλά, δεν είναι ανταγωνιστική;

Παραμερίζοντας το «αμαρτωλό» παρελθόν, τα «χαμένα» ευρωπαϊκά κονδύλια και την αχαλίνωτη απο-καλλιέργεια της χώρας, θα πρέπει να δούμε την σημερινή κατάσταση με πολύ καθαρή ματιά. Ο γεωργικός τομέας, ουδέποτε συνδέθηκε με τον τουρισμό (δομικά και οργανωμένα), δίνοντας χώρο στην χαμηλού κόστους αγροτοδιατροφική μεταποίηση τρίτων χωρών. Ο γεωργικός τομέας ουδέποτε μπόρεσε να συνεργαστεί, διατηρώντας και συντηρώντας μικροσυμφέροντα και αγκυλώσεις.

Οι σύγχρονοι νέοι Έλληνες αγρότες πλέον αναγνωρίζουν τη νέα ανάγκη και προσπαθούν να επενδύσουν στην παραγωγή – πραγματικά – εξαιρετικών ποιοτικών – από όλες τις απόψεις – προϊόντων. Οι προσπάθειές τους όμως χάνονται σε ένα πολύπλοκο δίκτυο προώθησης, logistics, πιστοποίησης και τυποποίησης. Έτσι παραμένουν μόνοι τους. Η πολυπλοκότητα αυτή μειώνει την εξωστρέφεια και αποδυναμώνει τη μεταποίηση, ιδιαίτερα σε αυτούς που ονομάζονται «μικροί παραγωγοί». Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μία μεγάλη «ψαλίδα τιμών» ανάμεσα στο χωράφι και το ράφι (1:4).

Όμως το πρόβλημα δεν σταματά εκεί, η στρεμματική απόδοση σε αξία στη χώρα μας είναι 190 ευρώ το στρέμμα (σύνολο 37 εκ. στρέμματα), ενώ την ίδια στιγμή το Ισραήλ έχει απόδοση 1.290 ευρώ το στρέμμα (σύνολο 6 εκ. στρέμματα) και η Ολλανδία 1.700 ευρώ το στρέμμα (σύνολο 45 εκ. στρέμματα). Δηλαδή σε σχέση με το Ισραήλ είμαστε 1:7 και με την Ολλανδία 1:9.

Η επιτυχία χωρών όπως η Ολλανδία και το Ισραήλ στηρίζονται στην άρτια οργάνωση, την καινοτομία και το εναρμονισμένο δίκτυο αγροδιατροφικής αλυσίδας αξίας (AgroLogistics). Υποστηρίζονται δε, με ιδιωτικές υποδομές, όχι δημόσιες, αλλά και πλήρη αξιοποίηση των λιμένων και των βιομηχανικών / μεταποιητικών μονάδων.

Η εμπλοκή στον αγροτοδιατροφικό τομέα ιδιωτικών επενδύσεων (μεταποίηση, εξαγωγές, κατανάλωση, logistics) σε άμεση συνεργασία με τις τράπεζες (οι οποίες είναι και οι κεντρικοί stakeholders των παγίων «σκελετών» του παρελθόντος) αποτελεί μονόδρομο σε μια νέα Ελλάδα του σήμερα και όχι του όποτε και όταν.

Νίκος Ροδόπουλος