Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση στην Ελλάδα

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Ναυτεμπορική.

Γράφει ο Νίκος Ροδόπουλος

Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση διαπραγματεύεται τον πλήρη ψηφιακό μετασχηματισμό όλων των πόρων και διαδικασιών μιας επιχείρησης, με πρωτεύοντα στόχο τη βιομηχανική παραγωγή. Σαφώς δεν αποκλείονται άλλοι τομείς διαφορετικών οικονομικών δραστηριοτήτων, μιας και η δημιουργία ψηφιακών οικοσυστημάτων αποτελεί την κορωνίδα μιας επιτυχημένης αλυσίδας αξίας.

Η υστέρηση της Ελλάδας στην τεχνολογία δεν αποτελεί έκπληξη, αποτελεί φυσικό επακόλουθο μιας συγκεκριμένης λανθασμένης δομής της οικονομίας, δηλαδή αποτελεί κυρίως οικονομική αδυναμία. Μην ξεχνάμε ότι η 10ετής περίοδος της βαθιάς οικονομικής κρίσης οδήγησε στην αποεπένδυση, που υπολογίζεται περίπου στα 92 δισ. ευρώ. Σε αυτό το οδυνηρό φαινόμενο, το σύνολο των Ευρωπαϊκών κονδυλίων (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ΕΣΠΑ), που μετά βίας πλησιάζουν τα 100 δισ., ισοφαρίζουν στην καλύτερη περίπτωση την προϋπάρχουσα αποεπένδυση και αυτό με την προϋπόθεση ότι θα γίνει παραγωγική απορρόφηση των κονδυλίων, τα οποία στη συνέχεια θα «κατέβουν» στον ιδιωτικό τομέα (θα υπάρξει δηλαδή ουσιαστική μόχλευση).

Οι τελευταίες θέσεις στον ψηφιακό δείκτη DAISI δείχνουν ακριβώς την εικόνα του συνόλου της αγοράς και όχι μόνο του κράτους. Σε έρευνα που έγινε το 2020 από το ΙΟΒΕ και το ΕΒΕΟ για λογαριασμό του ΣΕΒ, το 34% των βιομηχανιών δεν είναι καν ενημερωμένο για το τι σημαίνει Industry 4.0, ενώ το 9,8%, παρότι εμφανίζεται ενημερωμένο, δεν έχει τη διάθεση -σκοπό- να συμμετάσχει. Όταν περίπου το 45% των ελληνικών βιομηχανιών απέχει -συνειδητά ή όχι- από τις επενδύσεις στον ψηφιακό μετασχηματισμό, το 36% σκοπεύει να επενδύσει χωρίς όμως κάποιο στρατηγικό σχέδιο. Ενώ την ίδια στιγμή σε παγκόσμιο επίπεδο (PwC 2020) το 33% των βιομηχανιών θεωρεί ότι κατέχει υψηλό βαθμό στην ψηφιακή ολοκλήρωση, ενώ υπάρχει η προσδοκία ότι το 2025 το ποσοστό θα έφτανε το 72%. Ο αγώνας ταχύτητας στο παγκόσμιο περιβάλλον για έναν ολοκληρωμένο ψηφιακό μετασχηματισμό βρίσκει τη χώρα μας ουραγό με ευθύνη όλων.

Πέραν της βιομηχανίας, όμως, ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι μια διαδικασία που αφορά το σύνολο της επιχειρηματικότητας. Τα μεγάλα ερωτηματικά που τίθενται είναι:

1. Πώς μπορεί μια μικρομεσαία επιχείρηση  (99,9% στην Ελλάδα) να μετασχηματιστεί ψηφιακά χωρίς να αλλάξει η επιχειρηματική κουλτούρα;

2. Πώς μπορεί να αλλάξει η κουλτούρα όταν δεν υπάρχει πλαίσιο ανάπτυξης, αλλά μόνο προσπάθεια επιβίωσης;

3. Ποια εργαλεία πρέπει να δημιουργήσει η Πολιτεία -πέραν των χρηματοδοτικών- για να μπορέσει να μετασχηματίσει (ως ρυθμιστής και εγγυητής δίκαιων θεσμικών κανόνων) τις ΜμΕ σε οντότητες παραγωγής πλούτου;

Η πανδημία της Covid-19 οδήγησε σε μια «βίαιη» ψηφιακή μετάβαση. Ηλεκτρονικό εμπόριο, τηλεργασία, ψηφιακές πλατφόρμες, κρατική ψηφιοποίηση κ.ά. αποτυπώνουν πλέον μια υποχρεωτική πίεση εξέλιξης προς τα εμπρός. Το ζητούμενο, όμως, είναι το εξής: μπορεί αυτή η εξέλιξη να μετασχηματίσει τη νοοτροπία στην κατεύθυνση μιας συλλογικής προσπάθειας για τη μετάβαση σε ένα διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον; Οι υπόλοιπες χώρες στην Ευρώπη έχουν ήδη μια ψηφιακή ωριμότητα, άρα, εκ των ων ουκ άνευ, θα βρίσκονται πάντα ένα βήμα -τουλάχιστον- μπροστά, «απαιτώντας» από την Ελλάδα να πραγματοποιήσει άλματα και όχι βήματα.

Σε αυτό το περίπλοκο περιβάλλον, χρειαζόμαστε:

1. Χρηματοδοτικά εργαλεία από τον τραπεζικό τομέα με κόστος χρήματος κεντρικής Ευρώπης.

2. Αποφυγή -πάση θυσία- του στασιμοπληθωρισμού.

3. Νέα ιδιωτικά έργα και προσέλκυση ιδιωτικών νέων επενδύσεων.

4. Παραγωγή καινοτομίας, μέσα από τη ρυθμισμένη και προστατευμένη έρευνα και ανάπτυξη σε τομείς οικονομικής ανάπτυξης (τομείς αιχμής, όπως εφοδιαστική αλυσίδα, τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτική, drones κ.ά.).

5. Επένδυση στη νέα γενιά, με την προσφορά απόκτησης ψηφιακών δεξιοτήτων και το re-skilling νέων επιστημόνων με κατεύθυνση τις ΤΠΕ.

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι πρέπει να δρομολογήσουμε τον μετασχηματισμό του παλιού συστήματος (συστημική διοίκηση) σε μια «νέα αλήθεια», αναχαιτίζοντας το οργουελικό λεχθέν του Γιουβάλ Χαράρι πως «αλήθεια είναι ό,τι βρίσκεται στα πρώτα δέκα αποτελέσματα του Google search».